- φυσιολόγως
- φυσιόλογοςone who inquires into natural causes and phenomenamasc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυσιολόγως — Μ επίρρ. όπως ο φυσιολόγος, με διερεύνηση τών φυσικών αιτίων και φαινομένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιολόγος + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek